Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


epopèa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [epoˈpɛa]

1 εποποιία
2 έπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eponimo epos  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

epizoozia (θηλ.ουσ)
epoca (θηλ.ουσ)
epodico (επίθ.)
epodo (ουσ αρσ )
eponimo (ουσ αρσ )
epopea (θηλ.ουσ)
epos (ουσ αρσ )
epossidico (επίθ.)
epossido (ουσ αρσ )
eppure (σύνδ.)
epsilon (ουσ αρσ και θηλ.)
epsomite (θηλ.ουσ)
eptacordo (ουσ αρσ )
eptano (ουσ αρσ )
eptasillabo (ουσ αρσ )
epulide (θηλ.ουσ)
epulone (ουσ αρσ )
epurare (ρ. μτβ.)
epurato (αρσ. επίθ και ουσ)
epuratore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---