Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiatèrmico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [diaˈtɛrmiko] 1 εκπέμπων υπέρυθρη ακτινοβολία 2 διαθερμικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |