Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diastrofìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diastroˈfizmo]

διεργασίες γήινης κρούστας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diastolico diatermano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diastasi (θηλ.ουσ)
diastilo (αρσ. επίθ και ουσ)
diastimometro (ουσ αρσ )
diastole (θηλ.ουσ)
diastolico (επίθ.)
diastrofismo (ουσ αρσ )
diatermano (επίθ.)
diatermia (θηλ.ουσ)
diatermico (επίθ.)
diatesi (θηλ.ουσ)
diatesico (επίθ.)
diatomea (θηλ.ουσ)
diatonia (θηλ.ουσ)
diatonico (επίθ.)
diatonismo (ουσ αρσ )
diatriba (θηλ.ουσ)
diavoleria (θηλ.ουσ)
diavolessa (θηλ.ουσ)
diavoleto (ουσ αρσ )
diavoletto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---