Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diàstasi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diˈastazi]

1 διαστάση
2 φάση ηρεμίας καρδιακής διαστολής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diastasato diastilo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diascopia (θηλ.ουσ)
diascopio (ουσ αρσ )
diaspora (θηλ.ουσ)
diaspro (ουσ αρσ )
diastasato (επίθ.)
diastasi (θηλ.ουσ)
diastilo (αρσ. επίθ και ουσ)
diastimometro (ουσ αρσ )
diastole (θηλ.ουσ)
diastolico (επίθ.)
diastrofismo (ουσ αρσ )
diatermano (επίθ.)
diatermia (θηλ.ουσ)
diatermico (επίθ.)
diatesi (θηλ.ουσ)
diatesico (επίθ.)
diatomea (θηλ.ουσ)
diatonia (θηλ.ουσ)
diatonico (επίθ.)
diatonismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---