Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiàspro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [diˈaspro] 1 πολύτιμη χρωματιστή πέτρα με άσπρα νερά 2 ίασπις permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |