Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diartròsi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diarˈtrɔzi]

1 άρθρωση ελεύθερης κίνησης
2 διάρθρωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diarroico diascopia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diaria (θηλ.ουσ)
diario (αρσ. επίθ και ουσ)
diarista (ουσ αρσ και θηλ.)
diarrea (θηλ.ουσ)
diarroico (επίθ.)
diartrosi (θηλ.ουσ)
diascopia (θηλ.ουσ)
diascopio (ουσ αρσ )
diaspora (θηλ.ουσ)
diaspro (ουσ αρσ )
diastasato (επίθ.)
diastasi (θηλ.ουσ)
diastilo (αρσ. επίθ και ουσ)
diastimometro (ουσ αρσ )
diastole (θηλ.ουσ)
diastolico (επίθ.)
diastrofismo (ουσ αρσ )
diatermano (επίθ.)
diatermia (θηλ.ουσ)
diatermico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---