Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdepolarizzazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [depolariddzatˈtsjone] 1 αποπόλωση 2 αφαίρεση της πόλωσης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |