Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


depolarizzatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [deplariddzaˈtore]

αφαιρετική διάταξη της πόλωσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  depolarizzare depolarizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deplorazione (θηλ.ουσ)
deplorevole (επίθ.)
depolarizzante (ουσ αρσ )
depolarizzante (επίθ.)
depolarizzare (ρ. μτβ.)
depolarizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
depolarizzazione (θηλ.ουσ)
depolimerizzare (ρ. μτβ.)
depolimerizzazione (θηλ.ουσ)
depoliticizzare (ρ. μτβ.)
depolveramento (ουσ αρσ )
depolverare (ρ. μτβ.)
deponente (ουσ αρσ )
deponente (επίθ.)
deporre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
deportare (ρ. μτβ.)
deportato (ουσ αρσ )
deportato (επίθ.)
deportazione (θηλ.ουσ)
deporto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---