Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdepolarizzànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [depolaridˈdzante] αφαιρετική διάταξη της πόλωσης depolarizzànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [depolaridˈdzante] αφαιρετικός της πόλωσης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |