Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deplorévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [deploˈrevole]

1 αξιοκατάκριτος
2 μεμπτός
3 αξιολύπητος
4 θλιβερός
5 δυστυχής
6 οικτρός
7 λυπηρός
8 αξιοθρήνητος
9 αξιοδάκρυτος
10 ελεεινός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deplorazione depolarizzante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

depistare (ρ. μτβ.)
depliant (ουσ αρσ )
deplorabile (επίθ.)
deplorare (ρ. μτβ.)
deplorazione (θηλ.ουσ)
deplorevole (επίθ.)
depolarizzante (ουσ αρσ )
depolarizzante (επίθ.)
depolarizzare (ρ. μτβ.)
depolarizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
depolarizzazione (θηλ.ουσ)
depolimerizzare (ρ. μτβ.)
depolimerizzazione (θηλ.ουσ)
depoliticizzare (ρ. μτβ.)
depolveramento (ουσ αρσ )
depolverare (ρ. μτβ.)
deponente (ουσ αρσ )
deponente (επίθ.)
deporre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
deportare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---