Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deploràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [deploˈrare]

1 θρηνολογώ
2 θρηνωδώ
3 ολοφύρομαι
4 κατολοφύρομαι
5 μέμφομαι
6 παραπονούμαι
7 αποδοκιμάζω
8 θεωρώ υπεύθυνο κάποιο
9 μύρομαι
10 μοιρολογώ
11 οικτίρω
12 θρηνώ
13 ολολύζω
14 οιμώζω
15 οικτίρω
16 οδύρομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deplorabile deplorazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

depilatrice (θηλ.ουσ)
depilazione (θηλ.ουσ)
depistare (ρ. μτβ.)
depliant (ουσ αρσ )
deplorabile (επίθ.)
deplorare (ρ. μτβ.)
deplorazione (θηλ.ουσ)
deplorevole (επίθ.)
depolarizzante (ουσ αρσ )
depolarizzante (επίθ.)
depolarizzare (ρ. μτβ.)
depolarizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
depolarizzazione (θηλ.ουσ)
depolimerizzare (ρ. μτβ.)
depolimerizzazione (θηλ.ουσ)
depoliticizzare (ρ. μτβ.)
depolveramento (ουσ αρσ )
depolverare (ρ. μτβ.)
deponente (ουσ αρσ )
deponente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---