Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


catenàccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kateˈnatʧo]

1 σαράβαλο
2 ράβδος εμπόδισης
3 μπάρα
4 κλειδαριά
5 βίδωμα
6 αμυντική ποδοσφαιρική τακτική
7 μπλοκάρισμα
8 πάγωμα
9 ερειπωμένος σκελετός αεροσκάφους ή πλοίου ή αυτοκινήτου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  catena catenella  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

catecumenato (ουσ αρσ )
catecumeno (ουσ αρσ )
categoria (θηλ.ουσ)
categorico (επίθ.)
catena (θηλ.ουσ)
catenaccio (ουσ αρσ )
catenella (θηλ.ουσ)
catenina (θηλ.ουσ)
cateratta (θηλ.ουσ)
caterpillar (ουσ αρσ )
caterva (θηλ.ουσ)
catetere (ουσ αρσ )
cateterismo (ουσ αρσ )
cateterizzare (ρ. μτβ.)
cateto (ουσ αρσ )
catetometro (ουσ αρσ )
catilinaria (θηλ.ουσ)
catinella (θηλ.ουσ)
catino (ουσ αρσ )
catione (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---