Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


categòrico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kateˈgɔriko]

1 σαφής
2 αναμφισβήτητος
3 ανεπιφύλακτος
4 ρητός
5 ειλικρινής
6 αποφαντικός
7 κατηγορηματικός
8 απερίφραστος
9 απεριόριστος
10 κατηγορικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  categoria catena  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

catechizzatore (ουσ αρσ )
catecù (ουσ αρσ )
catecumenato (ουσ αρσ )
catecumeno (ουσ αρσ )
categoria (θηλ.ουσ)
categorico (επίθ.)
catena (θηλ.ουσ)
catenaccio (ουσ αρσ )
catenella (θηλ.ουσ)
catenina (θηλ.ουσ)
cateratta (θηλ.ουσ)
caterpillar (ουσ αρσ )
caterva (θηλ.ουσ)
catetere (ουσ αρσ )
cateterismo (ουσ αρσ )
cateterizzare (ρ. μτβ.)
cateto (ουσ αρσ )
catetometro (ουσ αρσ )
catilinaria (θηλ.ουσ)
catinella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---