Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


catetòmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kateˈtɔmetro]

καθετόμετρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cateto catilinaria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

caterva (θηλ.ουσ)
catetere (ουσ αρσ )
cateterismo (ουσ αρσ )
cateterizzare (ρ. μτβ.)
cateto (ουσ αρσ )
catetometro (ουσ αρσ )
catilinaria (θηλ.ουσ)
catinella (θηλ.ουσ)
catino (ουσ αρσ )
catione (ουσ αρσ )
catodico (επίθ.)
catodo (ουσ αρσ )
catone (ουσ αρσ )
catorcio (ουσ αρσ )
catottrica (θηλ.ουσ)
catottrico (επίθ.)
catramare (ρ. μτβ.)
catramatura (θηλ.ουσ)
catrame (ουσ αρσ )
catramoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---