Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcatèrva
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kaˈtɛrva] 1 όχλος 2 ορδή 3 στοίβα 4 στίφος 5 σωρός 6 πλήθος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |