Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


catenèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kateˈnɛlla]

1 αλυσίδα ρολογιού
2 αλυσιδίτσα
3 αλυσίδα πόρτας
4 αλυσίδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  catenaccio catenina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

catecumeno (ουσ αρσ )
categoria (θηλ.ουσ)
categorico (επίθ.)
catena (θηλ.ουσ)
catenaccio (ουσ αρσ )
catenella (θηλ.ουσ)
catenina (θηλ.ουσ)
cateratta (θηλ.ουσ)
caterpillar (ουσ αρσ )
caterva (θηλ.ουσ)
catetere (ουσ αρσ )
cateterismo (ουσ αρσ )
cateterizzare (ρ. μτβ.)
cateto (ουσ αρσ )
catetometro (ουσ αρσ )
catilinaria (θηλ.ουσ)
catinella (θηλ.ουσ)
catino (ουσ αρσ )
catione (ουσ αρσ )
catodico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---