Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcatenèlla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kateˈnɛlla] 1 αλυσίδα ρολογιού 2 αλυσιδίτσα 3 αλυσίδα πόρτας 4 αλυσίδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |