Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcateràtta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kateˈratta] 1 καταρράκτης (ματιού) 2 καταρράκτης 3 υδροφράκτης 4 φράγμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |