Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


categorìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kategoˈria]

η κατάταξη, η κατηγορία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  catecumeno categorico  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


di prima categoria = η πρώτη τάξη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

catechizzare (ρ. μτβ.)
catechizzatore (ουσ αρσ )
catecù (ουσ αρσ )
catecumenato (ουσ αρσ )
catecumeno (ουσ αρσ )
categoria (θηλ.ουσ)
categorico (επίθ.)
catena (θηλ.ουσ)
catenaccio (ουσ αρσ )
catenella (θηλ.ουσ)
catenina (θηλ.ουσ)
cateratta (θηλ.ουσ)
caterpillar (ουσ αρσ )
caterva (θηλ.ουσ)
catetere (ουσ αρσ )
cateterismo (ουσ αρσ )
cateterizzare (ρ. μτβ.)
cateto (ουσ αρσ )
catetometro (ουσ αρσ )
catilinaria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---