Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


catecumenàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [katekumeˈnato]

κατηχούμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  catecù catecumeno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

catechista (ουσ αρσ και θηλ.)
catechistico (επίθ.)
catechizzare (ρ. μτβ.)
catechizzatore (ουσ αρσ )
catecù (ουσ αρσ )
catecumenato (ουσ αρσ )
catecumeno (ουσ αρσ )
categoria (θηλ.ουσ)
categorico (επίθ.)
catena (θηλ.ουσ)
catenaccio (ουσ αρσ )
catenella (θηλ.ουσ)
catenina (θηλ.ουσ)
cateratta (θηλ.ουσ)
caterpillar (ουσ αρσ )
caterva (θηλ.ουσ)
catetere (ουσ αρσ )
cateterismo (ουσ αρσ )
cateterizzare (ρ. μτβ.)
cateto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---