Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anisotropìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [anizotroˈpia]

ανισοτροπία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anisofillia anisotropo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

animo (επιφ.)
animosità (θηλ.ουσ)
animoso (επίθ.)
anione (ουσ αρσ )
anisofillia (θηλ.ουσ)
anisotropia (θηλ.ουσ)
anisotropo (επίθ.)
anitra (θηλ.ουσ)
Ankara (θηλ.ουσ)
annacquamento (ουσ αρσ )
annacquare (ρ. μτβ.)
annacquata (θηλ.ουσ)
annacquato (επίθ.)
annaffiamento (ουσ αρσ )
annaffiare (ρ. μτβ.)
annaffiata (θηλ.ουσ)
annaffiatoio (ουσ αρσ )
annaffiatore (επίθ.)
annaffiatrice (θηλ.ουσ)
annaffiatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---