Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόanimóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [aniˈmoso], [aniˈmozo] 1 ευερέθιστος 2 τολμηρός 3 εχθρικός 4 γενναίος 5 θαρραλέος 6 ατρόμητος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |