animosità
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [animosiˈta]
1 εχθρότητα
2 προσβολή
3 χαιρεκακία
4 ανδρεία
5 γενναιότητα
6 θάρρος
7 κακεντρέχεια
8 βαθιά ριζωμένη έχθρα
9 εχθροπάθεια
10 φθόνος
11 μοχθηρία
12 κακοβουλία
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [animosiˈta]
1 εχθρότητα
2 προσβολή
3 χαιρεκακία
4 ανδρεία
5 γενναιότητα
6 θάρρος
7 κακεντρέχεια
8 βαθιά ριζωμένη έχθρα
9 εχθροπάθεια
10 φθόνος
11 μοχθηρία
12 κακοβουλία
permalink
animosità (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android