Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόannacquaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [annakkwaˈmento] 1 ελάφρυνση 2 αραίωση με νερό 3 ενυδάτωση 4 διάλυμα 5 διάλυση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |