Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Ànkara  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈankara]

η Άγκυρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anitra annacquamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anione (ουσ αρσ )
anisofillia (θηλ.ουσ)
anisotropia (θηλ.ουσ)
anisotropo (επίθ.)
anitra (θηλ.ουσ)
Ankara (θηλ.ουσ)
annacquamento (ουσ αρσ )
annacquare (ρ. μτβ.)
annacquata (θηλ.ουσ)
annacquato (επίθ.)
annaffiamento (ουσ αρσ )
annaffiare (ρ. μτβ.)
annaffiata (θηλ.ουσ)
annaffiatoio (ουσ αρσ )
annaffiatore (επίθ.)
annaffiatrice (θηλ.ουσ)
annaffiatura (θηλ.ουσ)
annali (ουσ αρσ )
annalista (ουσ αρσ και θηλ.)
annalistica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---