Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aliménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aliˈmento]

1 διατροφή
2 διατροφή (διαζυγίου)
3 τροφή
4 καύσιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  alimentazione alinea  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


alimenti [αρσ. πλυθ.] per l'infanzia = οι βρεφικές τροφές [f.]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alimentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
alimentario (επίθ.)
alimentarista (ουσ αρσ και θηλ.)
alimentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
alimentazione (θηλ.ουσ)
alimento (ουσ αρσ )
alinea (ουσ αρσ )
alipede (αρσ. επίθ και ουσ)
aliquota (θηλ.ουσ)
aliscafo (ουσ αρσ )
alisei (ουσ αρσ πληθ.)
alitare (ρ.αμτβ.)
alito (ουσ αρσ )
alitosi (θηλ.ουσ)
alizarina (θηλ.ουσ)
alla (έναρθ. πρόθ.)
allacciamento (ουσ αρσ )
allacciare (ρ. μτβ.)
allacciatura (θηλ.ουσ)
allagamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---