Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


alimentàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [alimenˈtare]

1 τροφικός
2 διατροφικός
3 (al plurale: ((alimentari))) τρόφιμα | τροφές

alimentàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [alimenˈtare]

1 διατρέφω
2 ταΐζω
3 τρέφω
4 τροφοδοτώ
5 φορτίζω

alimentàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [alimenˈtarsi]

τρέφομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  alifatico alimentario  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


generi [αρσ. πλυθ.] alimentari = τα είδη διατροφής || intossicazione [θηλ.] alimentare = η τροφική δηλητηρίαση || negozio [αρσ.] di alimentari = το παντοπωλείο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alienazione (θηλ.ουσ)
alienista (ουσ αρσ και θηλ.)
alieno (ουσ αρσ )
alieno (επίθ.)
alifatico (επίθ.)
alimentare (επίθ.)
alimentare (ρ. μτβ.)
alimentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
alimentario (επίθ.)
alimentarista (ουσ αρσ και θηλ.)
alimentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
alimentazione (θηλ.ουσ)
alimento (ουσ αρσ )
alinea (ουσ αρσ )
alipede (αρσ. επίθ και ουσ)
aliquota (θηλ.ουσ)
aliscafo (ουσ αρσ )
alisei (ουσ αρσ πληθ.)
alitare (ρ.αμτβ.)
alito (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---