ItalianoGreco


alimentarìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [alimentaˈrista]

1 εργάτης εργοστασίου τροφών
2 μπακάλης
3 μηχανή παρασκευής τροφών
4 διαιτολόγος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---