Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόalimentatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [alimentaˈtore] 1 μπιμπερό 2 θερμαστής 3 τροφοδότης 4 θήλαστρο 5 μηχανή τροφοδοσίας με καύσιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |