Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόalìquota
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [aˈlikwota] 1 μερίδιο 2 αναλογία 3 κλάσμα 4 ποσοστό φόρου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |