Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


allacciaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [allatʧaˈmento]

1 σύνδεση
2 διασύνδεση
3 θηλύκωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  alla allacciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alitare (ρ.αμτβ.)
alito (ουσ αρσ )
alitosi (θηλ.ουσ)
alizarina (θηλ.ουσ)
alla (έναρθ. πρόθ.)
allacciamento (ουσ αρσ )
allacciare (ρ. μτβ.)
allacciatura (θηλ.ουσ)
allagamento (ουσ αρσ )
allagare (ρ. μτβ.)
allagarsi (ρ. μ. αμτβ.)
allampanato (επίθ.)
allappare (ρ. μτβ.)
allargamento (ουσ αρσ )
allargare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
allargarsi (ρ. μ. αμτβ.)
allargatore (ουσ αρσ )
allargatura (θηλ.ουσ)
allarmante (επίθ.)
allarmare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---