Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόallacciàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [allatˈʧare] 1 θηλυκώνω 2 (scarpe, cintura, ecc.) δένω 3 (luce, gas) συνδέω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |