Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


alièno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈljɛno]

1 ξένος
2 αλλοδαπός

alièno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [aˈljɛno]

ενάντιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  alienista alifatico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alienatario (ουσ αρσ )
alienato (ουσ αρσ )
alienato (επίθ.)
alienazione (θηλ.ουσ)
alienista (ουσ αρσ και θηλ.)
alieno (ουσ αρσ )
alieno (επίθ.)
alifatico (επίθ.)
alimentare (επίθ.)
alimentare (ρ. μτβ.)
alimentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
alimentario (επίθ.)
alimentarista (ουσ αρσ και θηλ.)
alimentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
alimentazione (θηλ.ουσ)
alimento (ουσ αρσ )
alinea (ουσ αρσ )
alipede (αρσ. επίθ και ουσ)
aliquota (θηλ.ουσ)
aliscafo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---