Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κοκκινίλα {χωρ. γεν.... κοκκοφοίνικας [ουσ αρσ ]
κοκκίνισμα [ουσ ουδ.] κόκκυγας {-α κ. -ος...
κοκκινισμένος [επίθ.] κοκκυγικός [επίθ.]
κοκκινιστός [επίθ.] κοκκώδης {κοκκώδ-ου...
κόκκινο [ουσ ουδ.] κοκόδρουλος [ουσ αρσ ]
κοκκινόβαφτος [επίθ.] κοκοράκι {χωρ. γεν}
κοκκινογένης {κοκκινογέ... κόκορας {-α κ. -όρ...
κοκκινογούλι {κοκκινογο... κοκόρεμα [ουσ ουδ.]
κοκκινομάλλα [θηλ.ουσ] κοκορέτσι {κοκορετσ-...
κοκκινομάλλης {κοκκινομά... κοκορεύομαι {κοκορεύτη...
κοκκινομαλλούσα [θηλ.ουσ] κοκορομαχία {κοκορομαχ...
κόκκινος [επίθ.] κοκορόμυαλος [επίθ.]
Κοκκινοσκουφίτσα {χωρ. γεν.... κοκορόπουλο [ουσ ουδ.]
κοκκινότη [θηλ.ουσ] κοκότα {χωρ. γεν....
κοκκινοτρίχης {κοκκινοτρ... κοκοτίτσα [θηλ.ουσ]
κοκκινόχορτο [ουσ ουδ.] κοκοτούλα [θηλ.ουσ]
κοκκινόχωμα {δύσχρ. κο... κοκτέιλ [ουσ ουδ.]
κοκκινωπός [επίθ.] κολάδα [θηλ.ουσ]
κοκκιοκύτταρο [ουσ ουδ.] κολάζ [ουσ ουδ.]
κοκκίωμα {κοκκιώμ-α... κολάζομαι [ρ. παθ.]
κοκκοκάρυο [ουσ ουδ.] κολάζω {κόλασ-α, ...
κοκκομετρία [θηλ.ουσ] κολάι [ουσ ουδ.]
κοκκοποίηση [θηλ.ουσ] κόλακας {κολάκων}
κοκκοποιώ [ρ.] κολακεία {κολακειών...
κόκκος [ουσ αρσ ] κολακείες [θηλ. ουσ πληθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: