Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκόκκινο
ουσιαστικό ουδέτερο rosso ~m~, il colo`re rosso κόκκινο της φωτιάς == rosso fuoco | περνώ με κόκκινο == passare col rosso | σου πάει το κόκκινο == il rosso ti sta bene | ποντάρω στο κόκκινο == puntare sul rosso permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |