Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κοκκινίζω  
ρήμα αμετάβατο

1 arrossa`re, arrossa`rsi, diventa`re rosso τα μάτια της είχαν κοκκινίσει από το πολύ κλάμα == gli occhi le si erano arrossati dal troppo piangere
2 arrossi`re, vergogna`rsi κoκκινίζω από ντροπή == arrossire per la vergogna | πώς μπoρούν και λένε τέτοια πράγματα χωρίς να κoκκινίζoυν; == come possono dire certe cose senza arrossire? | κoκκινίζω για λογαριασμό σου == mi vergogno per te

κοκκινίζω
ρήμα μεταβατικό

ti`ngere di rosso, arrossa`re το αίμα κοκκίνισε τα νερά του ποταμού == il sangue arrossò le acque del fiume | o ήλιος κοκκίνισε το δέρμα της == il sole le ha arrossato la pelle

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοκκινέλι κοκκινίλα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---