Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκολάζομαι
ρήμα παθητικό cade`re in tentazio`ne, pecca`re κολάζω ρήμα μεταβατικό 1 puni`re o νόμoς κoλάζει αυστηρά τούς παραβάτες == la legge punisce severamente i contravventori 2 attenua`re, mitiga`re, rimedia`re προσπάθησε να κολάσει τη γκάφα του == ha cercato di rimediare alla sua gaffe 3 tenta`re, indu`rre in tentazio`ne, far comme`ttere un pecca`to μη με κoλάζεις! == non mi tentare!, non mi indurre in tentazione! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |