Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›κόλακας

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

κόλακας  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

adulato`re, lusingato`re

permalink
‹ κολάι
κολακεία ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κολάδα [θηλ.ουσ]
κολάζ [ουσ ουδ.]
κολάζομαι [ρ. παθ.]
κολάζω {κόλασ-α, ...
κολάι [ουσ ουδ.]
κόλακας {κολάκων}
κολακεία {κολακειών...
κολακείες [θηλ. ουσ πληθ.]
κολακεύομαι [ρ. παθ.]
κολακευτικός [επίθ.]
κο§λα§κευ§τι§κό§τα§τος [επίθ.]
κο§λα§κευ§τι§κό§τε§ρος [επίθ.]
κο§λα§κευ§τι§κώ§τα§τος [επίθ.]
κο§λα§κευ§τι§κώ§τε§ρος [επίθ.]
κολακεύω {κολάκ-εψα...
κολακεύων [επίθ.]
κολάκιον [ουσ ουδ.]
κολάν [ουσ ουδ.]
κολαντρίζω [ρ. μτβ.]
κολάντρισμα [ουσ ουδ.]


{{ID:KOLAKAS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti