Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκολακεύομαι
ρήμα παθητικό 1 senti`rsi lusinga`to, e`ssere compiaciu`to κολακεύομαι με την πρόταση που μου κάνετε == mi sento lusingato della Sua proposta 2 compiace`rsi κολακεύεται να πιστεύει πως ξέρει καλά τo θέμα == si compiace al pensiero di avere una profonda conoscenza della materia κολακεύω ρήμα μεταβατικό 1 adula`re, lusinga`re, blandi`re κoλακεύει τo διευθυντή για να κερδίσει την εύνοιά του == adula il direttore per averne i favori 2 lusinga`re, dare soddisfazio`ne, dare piace`re με κολακεύει τo ενδιαφέρον τους για μένα == mi lusinga il loro interesse nei miei riguardi 3 (fig) imbelli`re, abbelli`re, dona`re σε κολακεύει αυτό τo χτένισμα è una pettinatura che ti abbellisce | αυτό τo φόρεμα την κολακεύει πολύ == quel vestito le dona molto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |