Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κολακευτικός  
επίθετο

1 lusingato`re, lusinghe`vole, lusinghie`ro κολακευτικά λόγια == parole lusingatrici
2 lusinghie`ro, che è fonte di soddisfazio`ne, di piace`re μια κολακευτική διάκριση == un riconoscimento lusinghiero | κολακευτικά σχόλια == commenti lusinghieri

κο§λα§κευ§τι§κό§τα§τος
επίθετο

superlativo di [κολακευτικός]

κο§λα§κευ§τι§κό§τε§ρος
επίθετο

comparativo di [κολακευτικός]

κο§λα§κευ§τι§κώ§τα§τος
επίθετο

superlativo di [κολακευτικός]

κο§λα§κευ§τι§κώ§τε§ρος
επίθετο

comparativo di [κολακευτικός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κολακεύομαι κολακεύω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---