Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κολακεία  
ουσιαστικό θηλυκό

adulazio`ne ~f~, lusi`nga ~f~, blandi`zia ~f~

κολακείες
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

1 blandi`zie ~fp~
2 complime`nti ~mp~ sviscera`ti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κόλακας κολακεύομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---