Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κολάι  
ουσιαστικό ουδέτερο

solo nella locuzione παίρνω το κoλάι == prendere, fare la mano, impratichirsi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κολάζω κόλακας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---