Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κόλαση  
ουσιαστικό θηλυκό

religione infe`rno ~m~ ((anche in senso figurato)) η ζωή μου έγινε κόλαση == la mia vita è diventata un inferno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κολάρο κολάσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---