Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκόκορας
ουσιαστικό αρσενικό 1 gallo ~m~ 2 armi di pistola, fucile cane ~m~ +++ κάνω τον κόκορα == fare il galletto, il gradasso permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |