Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κόκκος  
ουσιαστικό αρσενικό

chicco ~m~, grano ~m~, grane`llo ~m~ ((anche in senso figurato)) κόκκος καφέ == chicco di caffè | κόκκος κριθαριού == chicco di orzo | κόκκος ρυζιoύ == chicco di riso | κόκκος πιπεριού == un grano di pepe | κόκκοι άμμoυ == granelli di sabbia | δεν έχει κόκκο λογικής == non ha un grano, un granello di buon senso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοκκοποιώ κοκκοφοίνικας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---