Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Κ, κ [ουσ ουδ.] καβαλκεύω [ρ. μτβ. και αμετβ.]
κάβα {χωρ. γεν.... καβαλλάρης [ουσ αρσ ]
καβάλα {1} [θηλ.ουσ] καβαλλαρία, (raro) καβαλλαριά [θηλ.ουσ]
καβάλα {1} [επίρ.] καβαλλάριος [ουσ αρσ ]
καβάλα {2} [θηλ.ουσ] καβαλλίκεμαν [ουσ ουδ.]
καβαλάρης {καβαλάρ-η... καβαλλικεύγω [ρ. μτβ. και αμετβ.]
καβαλαριά [θηλ.ουσ] καβαλλικεύω [ρ. μτβ. και αμετβ.]
καβαλαρία {χωρ. γεν.... καβάλο [ουσ ουδ.]
καβαλάρισσα {χωρ. γεν.... καβάλος [ουσ αρσ ]
καβαλάω {καβαλάς..... καβαλώ [-άς, -ά] ...
καβαλέρος [ουσ αρσ ] καβαντζάρισμα [ουσ ουδ.]
καβαλέτο [ουσ ουδ.] καβαντζάρω [ρ. μτβ.]
καβάλημα [ουσ ουδ.] καβατζάρω {καβάτζαρα...
καβαλημένος [επίθ.] καβατζωμένος [επίθ.]
καβαλιέρος [ουσ αρσ ] καβάτορας [ουσ αρσ ]
καβαλίκεμα {καβαλικέμ... καβάφικος [επίθ.]
καβαλικευτά [επίρ.] καβαφικός [επίθ.]
καβαλικεύω {καβαλίκ-ε... καβγαδάκι [ουσ ουδ.]
καβαλικεύω {καβαλίκ-ε... καβγαδίζω {καβγάδισα...
καβαλισμός [ουσ αρσ ] καβγάς {καβγάδες}...
καβαλιστής [ουσ αρσ ] καβγατζής {καβγατζήδ...
καβαλιστικός [επίθ.] καβγατζίδικος [επίθ.]
Κα§βα§λιώ§της [ουσ αρσ ] καβγατζού {καβγατζού...
Κα§βα§λιώ§τισ§σα [θηλ.ουσ] κάβγω [ρ. μτβ. και αμετβ.]
καβαλκεύγω [ρ. μτβ. και αμετβ.] καβδιανός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: