Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
καβαντζάρω
ρήμα μεταβατικό
1
do`ppiare
καβατζάρω ακρωτήριο == doppiare un promontorio
2
(fig) supera`re, passa`re
έχω καβατζάρει από καιρό τα τριάντα == ho passato da un pezzo la trentina
καβατζάρω
ρήμα μεταβατικό
variante di
[καβαντζάρω]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< καβαντζάρισμα
καβατζωμένος >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
καβαλλικεύω
[ρ. μτβ. και αμετβ.]
καβάλο
[ουσ ουδ.]
καβάλος
[ουσ αρσ ]
καβαλώ
[-άς, -ά] ...
καβαντζάρισμα
[ουσ ουδ.]
καβαντζάρω
[ρ. μτβ.]
καβατζάρω
{καβάτζαρα...
καβατζωμένος
[επίθ.]
καβάτορας
[ουσ αρσ ]
καβάφικος
[επίθ.]
καβαφικός
[επίθ.]
καβγαδάκι
[ουσ ουδ.]
καβγαδίζω
{καβγάδισα...
καβγάς
{καβγάδες}...
καβγατζής
{καβγατζήδ...
καβγατζίδικος
[επίθ.]
καβγατζού
{καβγατζού...
κάβγω
[ρ. μτβ. και αμετβ.]
καβδιανός
[επίθ.]
καβελάρης
[ουσ αρσ ]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis