Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαβγάς
ουσιαστικό αρσενικό liti`gio ~m~, lite ~f~, battibe`cco ~m~, rissa ~f~ γυρεύει συνεχώς αφορμή για καβγά == è sempre in cerca di pretesti per litigare | στήσανε καβγά τρικούβερτο == hanno cominciato a litigare furiosamente, di brutto | πας γυρεύοντας για καβγά; == hai voglia di litigare? permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |