Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καβούκι  
ουσιαστικό ουδέτερο

di crostacei cora`zza ~f~, gu`scio ~m~ +++κλείνομαι στό καβούκι μού == chiudersi nel proprio guscio | βγαίνω από το καβούκι μού == uscire dal proprio guscio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κάβος καβούρ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---