Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαβουρδίζομαι
ρήμα παθητικό variante di [καβουρντίζομαι] καβουρδίζω ρήμα μεταβατικό variante di [καβουρντίζω] καβουρντίζω ρήμα μεταβατικό 1 abbrustoli`re, torrefa`re, tosta`re καβουρντίζω στραγάλια == abbrustolire i ceci | καβουρντίζω τον καφέ == tostare il caffè 2 ((per estensione)) brucia`re, abbrustoli`re η σούπα μού καβούρντισε τη γλώσσα == la minestra mi ha bruciato la lingua | μας καβούρντισε o ήλιος == il sole ci ha abbrustolito 3 (fig) tormenta`re, tribola`re την καβουρντίζει o αχαΐρεύτος o γιος της == quel disgraziato di suo figlio la fa tribolare permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |