Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαβουρδισμένος
επίθετο variante di [καβουρντισμένος] καβουρντισμένος επίθετο 1 participio passato del verbo [καβουρδίζω] 2 abbrustoli`to, tosta`to permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |